μπαταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπατάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
μπαταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπατάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαταρισμένος
|