μπερέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερέτα | οι | μπερέτες |
γενική | της | μπερέτας | των | μπερετών |
αιτιατική | την | μπερέτα | τις | μπερέτες |
κλητική | μπερέτα | μπερέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /beˈre.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐ρέ‐τα
- παρώνυμο: μπαρέτα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- μπερέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική beretta[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερέτα θηλυκό
- (ιδιωματικό) σκουφί, μπερές
- ※ […] και παρακάτω μαλώνει τον Φορτουνάτο, που του μιλεί με τη μπερέτα στο κεφάλι
- Λίνος Πολίτης, εισαγωγικά σχόλια στον Κατσούρμπο του Γ. Χορτάτση (Ηράκλειο: Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 1964), σ. 3.
- ※ […] και παρακάτω μαλώνει τον Φορτουνάτο, που του μιλεί με τη μπερέτα στο κεφάλι
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερέτα | οι | μπερέτες |
γενική | της | μπερέτας | των | μπερετών |
αιτιατική | την | μπερέτα | τις | μπερέτες |
κλητική | μπερέτα | μπερέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μπερέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Beretta, ονομασία εταιρείας όπλων, από το επώνυμο του ιδρυτή της, Bartolomeo Beretta (1490–1565)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερέτα θηλυκό (και Μπερέτα)
- κάθε όπλο (και ιδίως τα πιστόλια) της ιταλικής εταιρείας κατασκευής πυροβόλων όπλων Beretta
- ※ Τα μάτια του αφέντη γούρλωσαν και το δεξί του χέρι σηκώθηκε, είτε προς το λαιμό του νεαρού είτε προς το πιστόλι που πάντοτε κουβαλούσε πάνω του, μια πλακέ μπερέτα των εννέα χιλιοστών
- Παύλος Μεθενίτης, Ο άλλος (Αθήνα: Καστανιώτης, 2005, ISBN 978-960-03-3950-5), σ. 151.
- ※ Τα μάτια του αφέντη γούρλωσαν και το δεξί του χέρι σηκώθηκε, είτε προς το λαιμό του νεαρού είτε προς το πιστόλι που πάντοτε κουβαλούσε πάνω του, μια πλακέ μπερέτα των εννέα χιλιοστών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερέτα (όπλο)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)