μπαρέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαρέτα | οι | μπαρέτες |
γενική | της | μπαρέτας | των | μπαρετών |
αιτιατική | την | μπαρέτα | τις | μπαρέτες |
κλητική | μπαρέτα | μπαρέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαρέτα < ιταλική barretta, υποκοριστικό του barra < δημώδης λατινική *barra < γαλατική *barros
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /baˈre.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ρέ‐τα
- παρώνυμο: μπερέτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαρέτα θηλυκό
- λουράκι παπουτσιού που εφάπτεται στο κουντεπιέ
- κοκαλάκι για τα μαλλιά
- τεχνική βαθιάς θεμελίωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαρέτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)