μπογιατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπογιατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπογιατίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μπογιατισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπογιατίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπογιατισμένος
|