μπουρδελογειτονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουρδελογειτονια | οι | μπουρδελογειτονιες |
γενική | της | μπουρδελογειτονιας | — | |
αιτιατική | την | μπουρδελογειτονια | τις | μπουρδελογειτονιες |
κλητική | μπουρδελογειτονια | μπουρδελογειτονιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /buɾ.ðe.lo.ʝi.toˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπουρ‐δε‐λο‐γει‐το‐νιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουρδελογειτονιά θηλυκό
- περιοχή (γειτονιά ή συνοικία) στην οποία λειτουργούν πολλοί οίκοι ανοχής (μπουρδέλα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουρδελογειτονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)