μπουρλότο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρλότο τα μπουρλότα
      γενική του μπουρλότου των μπουρλότων
    αιτιατική το μπουρλότο τα μπουρλότα
     κλητική μπουρλότο μπουρλότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουρλότο < παλαιά ιταλική burlotto[1] / βενετική burloto[1] < γαλλική brûlot < brûler < φραγκική *brōjan (καίω) < πρωτογερμανική *brōaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bʰrew- (βράζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουρλότο ουδέτερο

  1. μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικά ή άλλες αναφλέξιμες ουσίες που χρησίμευε στην ανάφλεξη εχθρικών πλοίων
  2. τεχνικό παιχνίδι τράπουλας
     συνώνυμα: μπουρλότ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]