μυία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυία | οι | μυίες |
γενική | της | μυίας | των | μυιών |
αιτιατική | τη | μυία | τις | μυίες |
κλητική | μυία | μυίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυία < αρχαία ελληνική μυῖα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυία θηλυκό
- (καθαρεύουσα, έντομο) η μύγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)