μυξαδένωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυξαδένωμα ουδέτερο
- (ιατρική) όγκος με τη δομή βλεννώδους αδένα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μυξαδένας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυξαδένωμα
|