νανοαπολίθωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νανοαπολίθωμα < νανο- + απολίθωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanofossil)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανοαπολίθωμα ουδέτερο
- (παλαιοντολογία) μικροσκοπικό απολίθωμα το οποίο μελετάται με τη βοήθεια (ισχυρού) μικροσκοπίου
- μικροσκοπικός (μονοκύτταρος) οργανισμός που έχει μετατραπεί σε απολίθωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νανο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παλαιοντολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)