ναχιγές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναχιγές | οι | ναχιγέδες |
γενική | του | ναχιγέ | των | ναχιγέδων |
αιτιατική | τον | ναχιγέ | τους | ναχιγέδες |
κλητική | ναχιγέ | ναχιγέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναχιγές αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) μικρή μονάδα επαρχιακής διοίκησης, υποδιαίρεση του καζά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ναχιγές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)