νεολαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεολαία οι νεολαίες
      γενική της νεολαίας των νεολαιών
    αιτιατική τη νεολαία τις νεολαίες
     κλητική νεολαία νεολαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεολαία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεολαία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.oˈle.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐λαί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεολαία θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • πολιτική νεολαία: πολιτική παράταξη νέων που πρόσκεινται σε συγκεκριμένα κόμματα ή πολιτικούς σχηματισμούς
    ※  Ανέβηκε γρήγορα στα πιο ψηλά αξιώματα της κομμουνιστικής νεολαίας. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεολαία < νέος + λα(ός) + -ία[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεολαία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]