νερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νερώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
νερωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νερώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νερωμένος
|