ντόπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντόπα οι ντόπες
      γενική της ντόπας
    αιτιατική την ντόπα τις ντόπες
     κλητική ντόπα ντόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντόπα < αγγλική dope

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντόπα θηλυκό

  1. το ναρκωτικό
  2. (μεταφορικά) κάτι που διεγείρει ένα συγκεκριμένο άτομο
  3. το ντοπάρισμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]