ντόπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντόπα | οι | ντόπες |
γενική | της | ντόπας | — | |
αιτιατική | την | ντόπα | τις | ντόπες |
κλητική | ντόπα | ντόπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντόπα θηλυκό
- το ναρκωτικό
- (μεταφορικά) κάτι που διεγείρει ένα συγκεκριμένο άτομο
- το ντοπάρισμα