ξαναειπωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναειπωμένος η ξαναειπωμένη το ξαναειπωμένο
      γενική του ξαναειπωμένου της ξαναειπωμένης του ξαναειπωμένου
    αιτιατική τον ξαναειπωμένο την ξαναειπωμένη το ξαναειπωμένο
     κλητική ξαναειπωμένε ξαναειπωμένη ξαναειπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναειπωμένοι οι ξαναειπωμένες τα ξαναειπωμένα
      γενική των ξαναειπωμένων των ξαναειπωμένων των ξαναειπωμένων
    αιτιατική τους ξαναειπωμένους τις ξαναειπωμένες τα ξαναειπωμένα
     κλητική ξαναειπωμένοι ξαναειπωμένες ξαναειπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναειπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναλέω και ξαναλέγω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξαναειπωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]