ξανθόψειρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξανθόψειρα | οι | ξανθόψειρες |
γενική | της | ξανθόψειρας | — | |
αιτιατική | την | ξανθόψειρα | τις | ξανθόψειρες |
κλητική | ξανθόψειρα | ξανθόψειρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών, δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξανθόψειρα θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ξανθό, με ανοιχτά χρώματα που τον κάνουν άτονο σα να ήταν ξανθιά ψείρα
- ↪ Και αυτός, και η αδερφή του ήταν ξανθόψειρες από μικρά παιδιά. Μέχρι και τα ματοτσίνορα ήταν ξανθά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειωτικό για ξανθούς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ξανθόψειρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξανθό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)