ξεβουλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεβουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεβουλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεβουλωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεβουλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεβουλωμένος
|