ξεγεννημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεγεννημένος η ξεγεννημένη το ξεγεννημένο
      γενική του ξεγεννημένου της ξεγεννημένης του ξεγεννημένου
    αιτιατική τον ξεγεννημένο την ξεγεννημένη το ξεγεννημένο
     κλητική ξεγεννημένε ξεγεννημένη ξεγεννημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεγεννημένοι οι ξεγεννημένες τα ξεγεννημένα
      γενική των ξεγεννημένων των ξεγεννημένων των ξεγεννημένων
    αιτιατική τους ξεγεννημένους τις ξεγεννημένες τα ξεγεννημένα
     κλητική ξεγεννημένοι ξεγεννημένες ξεγεννημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγεννημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεγεννώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεγεννημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]