ξεδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδένω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεδεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεδένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεδεμένος
|