ξεκούρντιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκούρντιστος < ξεκουρντίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεκούρντιστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκούρντιστος
|