ξενισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενισμένος η ξενισμένη το ξενισμένο
      γενική του ξενισμένου της ξενισμένης του ξενισμένου
    αιτιατική τον ξενισμένο την ξενισμένη το ξενισμένο
     κλητική ξενισμένε ξενισμένη ξενισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενισμένοι οι ξενισμένες τα ξενισμένα
      γενική των ξενισμένων των ξενισμένων των ξενισμένων
    αιτιατική τους ξενισμένους τις ξενισμένες τα ξενισμένα
     κλητική ξενισμένοι ξενισμένες ξενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ξενισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]