ξενισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ξενισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξενίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενισμένος
|