ξενότροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενότροπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ξενότροπος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει ή μιμείται ξενική συμπεριφορά και ήθη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενότροπος
|