ξεροστάλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεροστάλιασμα < ξεροσταλιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεροστάλιασμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) η ξεκούραση (ξεραίνομαι, πλαγιάζω) των ζώων του κτηνοτρόφου στην στάμνη (άλλοτε και στάλη)
- το να μένεις πολλή ώρα ακίνητος σε έναν τόπο (π.χ. στη στάση λεωφορείου ή σε ένα ραντεβού όπου σε "στήνουν")
- το να περιμένεις με λαχτάρα κάτι που δεν λέει να έρθει
- τα κοριτσάκια ξεροσταλιάζουν για μερικούς σταρ του τραγουδιού ή του κινηματογράφου λες και υπάρχει περιπτωση να...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεροστάλιασμα
|