ξόφλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkso.fli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξό‐φλη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξόφλημα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το αποτέλεσμα του ξοφλάω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξοφλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξόφλημα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «ξοφλώ (& ξόφλημα(» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.