οικογενειοκρατούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικογενειοκρατούμενος η οικογενειοκρατούμενη το οικογενειοκρατούμενο
      γενική του οικογενειοκρατούμενου της οικογενειοκρατούμενης του οικογενειοκρατούμενου
    αιτιατική τον οικογενειοκρατούμενο την οικογενειοκρατούμενη το οικογενειοκρατούμενο
     κλητική οικογενειοκρατούμενε οικογενειοκρατούμενη οικογενειοκρατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικογενειοκρατούμενοι οι οικογενειοκρατούμενες τα οικογενειοκρατούμενα
      γενική των οικογενειοκρατούμενων των οικογενειοκρατούμενων των οικογενειοκρατούμενων
    αιτιατική τους οικογενειοκρατούμενους τις οικογενειοκρατούμενες τα οικογενειοκρατούμενα
     κλητική οικογενειοκρατούμενοι οικογενειοκρατούμενες οικογενειοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

οικογενειοκρατούμενος





Μεταφράσεις[επεξεργασία]