ολιγογράμματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγογράμματος η ολιγογράμματη το ολιγογράμματο
      γενική του ολιγογράμματου της ολιγογράμματης του ολιγογράμματου
    αιτιατική τον ολιγογράμματο την ολιγογράμματη το ολιγογράμματο
     κλητική ολιγογράμματε ολιγογράμματη ολιγογράμματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγογράμματοι οι ολιγογράμματες τα ολιγογράμματα
      γενική των ολιγογράμματων των ολιγογράμματων των ολιγογράμματων
    αιτιατική τους ολιγογράμματους τις ολιγογράμματες τα ολιγογράμματα
     κλητική ολιγογράμματοι ολιγογράμματες ολιγογράμματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγογράμματος < ολίγος + γράμματα

Επίθετο[επεξεργασία]

ολιγογράμματος, -η, -ο

  • που δεν ξέρει πολλά γράμματα, δεν έχει πολλές γραμματικές γνώσεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]