ολιγογράμματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγογράμματος, -η, -ο
- που δεν ξέρει πολλά γράμματα, δεν έχει πολλές γραμματικές γνώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγογράμματος
|