ολιγοπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολιγοπότης < ὀλιγοπότης στην καθαρεύουσα και στη μεσαιωνική ελληνική < ὀλίγος και πότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολιγοπότης αρσενικό (θηλυκό η ολιγοπότις)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολιγοπότης
|