ομαλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομαλισμένος η ομαλισμένη το ομαλισμένο
      γενική του ομαλισμένου της ομαλισμένης του ομαλισμένου
    αιτιατική τον ομαλισμένο την ομαλισμένη το ομαλισμένο
     κλητική ομαλισμένε ομαλισμένη ομαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομαλισμένοι οι ομαλισμένες τα ομαλισμένα
      γενική των ομαλισμένων των ομαλισμένων των ομαλισμένων
    αιτιατική τους ομαλισμένους τις ομαλισμένες τα ομαλισμένα
     κλητική ομαλισμένοι ομαλισμένες ομαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομαλίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ομαλισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]