ομόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομόχρονος < ελληνιστική κοινή ὁμόχρονος < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + χρόνος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομόχρονος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομόχρονος
|