οντογονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οντογονικός < οντογονία
Επίθετο[επεξεργασία]
οντογονικός, -ή, -ό
- σχετικός με την οντογονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οντογονικός
|