οξύγναθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξύγναθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oxygnathous < αρχαία ελληνική ὀξύς + γνάθος
Επίθετο[επεξεργασία]
οξύγναθος, -η, -ο
- (για ανθρώπους) που έχει οξεία / λεία / αιχμηρή γνάθο
- (για ζώα) που έχει οξύ / λείο / αιχμηρό ρύγχος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξύγναθος