οξύγναθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξύγναθος η οξύγναθη το οξύγναθο
      γενική του οξύγναθου της οξύγναθης του οξύγναθου
    αιτιατική τον οξύγναθο την οξύγναθη το οξύγναθο
     κλητική οξύγναθε οξύγναθη οξύγναθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύγναθοι οι οξύγναθες τα οξύγναθα
      γενική των οξύγναθων των οξύγναθων των οξύγναθων
    αιτιατική τους οξύγναθους τις οξύγναθες τα οξύγναθα
     κλητική οξύγναθοι οξύγναθες οξύγναθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξύγναθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oxygnathous < αρχαία ελληνική ὀξύς + γνάθος

Επίθετο[επεξεργασία]

οξύγναθος, -η, -ο

  1. (για ανθρώπους) που έχει οξεία / λεία / αιχμηρή γνάθο
  2. (για ζώα) που έχει οξύ / λείο / αιχμηρό ρύγχος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]