οπαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οπαλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
οπαλισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οπαλίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπαλισμένος
|