οπισθαρίθμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπισθαρίθμηση | οι | οπισθαριθμήσεις |
γενική | της | οπισθαρίθμησης* | των | οπισθαριθμήσεων |
αιτιατική | την | οπισθαρίθμηση | τις | οπισθαριθμήσεις |
κλητική | οπισθαρίθμηση | οπισθαριθμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπισθαριθμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθαρίθμηση < οπισθο- + αρίθμηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική countdown)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπισθαρίθμηση θηλυκό
- (λόγιο) η αντίστροφη μέτρηση από έναν μεγαλύτερο αριθμό προς έναν μικρότερο (πχ από το δέκα μέχρι το μηδέν), ώστε να ξεκινήσει μια σημαντική διεργασία (π.χ. εκτόξευση πυραύλου)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθαρίθμηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οπισθο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)