οπλοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπλοποιός < (ελληνιστική κοινή) ὁπλοποιός, αναλύεται όπλ(ο) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπλοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης κατασκευής όπλων, και ειδικότερα πυροβόλων και φορητών