ορατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορατικός η ορατική το ορατικό
      γενική του ορατικού της ορατικής του ορατικού
    αιτιατική τον ορατικό την ορατική το ορατικό
     κλητική ορατικέ ορατική ορατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορατικοί οι ορατικές τα ορατικά
      γενική των ορατικών των ορατικών των ορατικών
    αιτιατική τους ορατικούς τις ορατικές τα ορατικά
     κλητική ορατικοί ορατικές ορατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορατικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ορατικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]