ορεινότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορεινότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ορεινού, το να χαρακτηρίζεται κάποιος τόπος ορεινός
- ※ Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, «οι διαρκώς εξελισσόμενες συνθήκες διαχείρισης των στερεών αποβλήτων λόγω των διαφοροποιημένων αναγκών κάθε δήμου, των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν (ορεινότητα, νησιωτικότητα κ.ο.κ.), αλλά και των δυνατοτήτων που έχουν οι δήμοι δεν επιτρέπουν πάντα και συνολικά την αποκομιδή με τις καθιερωμένες μεθόδους και προσωπικό που οι δήμοι έχουν στη διάθεσή τους». (εφ. Το Βήμα, 13/5/2011)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορεινότητα
|