ορεξινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορεξινεργικός < αγγλική orexinergic < orexin + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε ορεξίν(η) + -εργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ορεξινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της ορεξίνης
- ※ Οι φθίνουσες συνδέσεις, μερικές από τις οποίες είναι υποκρετινεργικές / ορεξινεργικές, θεωρείται ότι ρυθμίζουν την μεταγωγή του πόνου στον εγκέφαλο. (Μαρία Παπασάββα, Μελέτη συσχέτισης πολυμορφισμών στα γονίδια HCRTR2, GNB3 και ADH4 με την προδιάθεση για εμφάνιση Αθροιστικής Κεφαλαλγίας, Τμήμα Φαρμακευτικής, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2018, σελ. 22 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορεξινεργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)