ορθογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορθογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ορθογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ορθογραφώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθογραφημένος
|