ορθοξυλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοξυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoxylene < αρχαία ελληνική ὀρθός + ξύλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοξυλένιο ουδέτερο
- (χημεία) άλλη μορφή του ορθοξυλόλιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοξυλένιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)