ορθοξυλόλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορθοξυλόλιο τα ορθοξυλόλια
      γενική του ορθοξυλολίου
ορθοξυλόλιου
των ορθοξυλολίων
    αιτιατική το ορθοξυλόλιο τα ορθοξυλόλια
     κλητική ορθοξυλόλιο ορθοξυλόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθοξυλόλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoxylene < αρχαία ελληνική ὀρθός + ξύλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορθοξυλόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]