ορθοξυλόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοξυλόλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoxylene < αρχαία ελληνική ὀρθός + ξύλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοξυλόλιο ουδέτερο
- (χημεία) αρωματικός υδρογονάνθρακας (αρένιο) με χημικό τύπο C₆H₄(CH₃)₂, που το μόριό του περιέχει ένα δακτύλιο βενζολίου και δύο μεθύλια σε δύο διπλανές θέσεις του δακτυλίου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοξυλόλιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)