οροαντίδραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οροαντίδραση | οι | οροαντιδράσεις |
γενική | της | οροαντίδρασης* | των | οροαντιδράσεων |
αιτιατική | την | οροαντίδραση | τις | οροαντιδράσεις |
κλητική | οροαντίδραση | οροαντιδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οροαντιδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροαντίδραση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀροαντίδρασις,[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική séroréaction. [2] Συγχρονικά αναλύεται σε (ορός) ορο- + αντίδραση.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾo.anˈdi.ðɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐α‐ντί‐δρα‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οροαντίδραση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροαντίδραση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «ὀροαντίδρασις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ «οροαντίδραση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως ο ορός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)