ορογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορογένεση οι ορογενέσεις
      γενική της ορογένεσης* των ορογενέσεων
    αιτιατική την ορογένεση τις ορογενέσεις
     κλητική ορογένεση ορογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orogenèse < αρχαία ελληνική ὄρος (ουδέτερο)) + γένεσις (γίγνομαι). Μορφολογικά αναλύεται σε ορο- (βουνό) + -γένεση. [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾoˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρο‐γέ‐νε‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορογένεση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]