ορτσαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορτσαρισμένος η ορτσαρισμένη το ορτσαρισμένο
      γενική του ορτσαρισμένου της ορτσαρισμένης του ορτσαρισμένου
    αιτιατική τον ορτσαρισμένο την ορτσαρισμένη το ορτσαρισμένο
     κλητική ορτσαρισμένε ορτσαρισμένη ορτσαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορτσαρισμένοι οι ορτσαρισμένες τα ορτσαρισμένα
      γενική των ορτσαρισμένων των ορτσαρισμένων των ορτσαρισμένων
    αιτιατική τους ορτσαρισμένους τις ορτσαρισμένες τα ορτσαρισμένα
     κλητική ορτσαρισμένοι ορτσαρισμένες ορτσαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορτσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορτσάρω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ορτσαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]