οστεοκλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεοκλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoclasia / osteoclasis < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + κλᾰ́σις < κλάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεοκλασία θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική διαδικασία κατά την οποία ο χειρουργός θραύει οστό για την θεραπευτικούς λόγους (διόρθωση παραμόρφωσης κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεοκλασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)