ουροσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουροσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uroscopic < uroscopy < αρχαία ελληνική οὖρον + σκοπέω
Επίθετο
[επεξεργασία]ουροσκοπικός
- σχετικός με την ουροσκοπία