πάμπτωχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάμπτωχος η πάμπτωχη το πάμπτωχο
      γενική του πάμπτωχου της πάμπτωχης του πάμπτωχου
    αιτιατική τον πάμπτωχο την πάμπτωχη το πάμπτωχο
     κλητική πάμπτωχε πάμπτωχη πάμπτωχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάμπτωχοι οι πάμπτωχες τα πάμπτωχα
      γενική των πάμπτωχων των πάμπτωχων των πάμπτωχων
    αιτιατική τους πάμπτωχους τις πάμπτωχες τα πάμπτωχα
     κλητική πάμπτωχοι πάμπτωχες πάμπτωχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάμπτωχος < πάμ- + πτωχός

Επίθετο[επεξεργασία]

πάμπτωχος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]