παγοκύστη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοκύστη οι παγοκύστες
      γενική της παγοκύστης των παγοκυστών
    αιτιατική την παγοκύστη τις παγοκύστες
     κλητική παγοκύστη παγοκύστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια παγοκύστη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγοκύστη < πάγος + κύστις +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɣoˈci.sti/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγοκύστη θηλυκό

  1. η ειδική παγοθήκη από ζελατίνα ή πλαστικό, μιας χρήσεως
  2. η ειδική παγοθήκη που για ιατρικούς λόγους τοποθετείται κάπου στο σώμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]