παιδοχειρουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδοχειρουργικός < παιδοχειρουργ(ός) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδοχειρουργικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με τον παιδοχειρουργό ή αναφέρεται σ’ αυτόν και στις εγχειρήσεις που κάνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδοχειρουργικός
|