παλαιοημερολογιτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοημερολογιτισμός οι παλαιοημερολογιτισμοί
      γενική του παλαιοημερολογιτισμού των παλαιοημερολογιτισμών
    αιτιατική τον παλαιοημερολογιτισμό τους παλαιοημερολογιτισμούς
     κλητική παλαιοημερολογιτισμέ παλαιοημερολογιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιοημερολογιτισμός < παλαιοημερολογίτης + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλαιοημερολογιτισμός αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος παλαιοημερολογίτης
     αντώνυμα: νεοημερολογιτισμός
  2. (μεταφορικά) αναχρονισμός, οπισθοδρόμηση, συντηρητισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]