παλαιοπωλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιοπωλικός < παλαιοπώλης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαιοπωλικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους παλαιοπώλες και το επάγγελμά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιοπωλικός
|