παμπόθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παμπόθητος < παμ- + ποθητός. Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική παμπόθητος
Επίθετο[επεξεργασία]
παμπόθητος, -η, -ο
- που τον ποθούν όλοι, πολύ ποθητός, περιπόθητος
- ※ σαν ερχομός παμπόθητος που δεν τον περιμένεις (Κωστής Παλαμάς, Στη Γυναίκα μου, στίχος 11, @greek-language.gr)
- ※ Έχοντας συλλέξει άφθονον το έλαιον από τις αμέτρητες φιλανθρωπίες του, συνάντησε με φαεινότατη την λαμπάδα της ψυχής του, τον παμπόθητο Νυμφίο του. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.65 )
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παμπόθητος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παμπόθητος
- που τον ποθούν όλοι, πολύ ποθητός, περιπόθητος
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παμ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παμ- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)